- ἐριμύκων
- ἐριμύ̱κων , ἐρίμυκοςloud-bellowingmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MUGIENS Littera Quintiliano — l. 12. c. 10. dicitur litera M. communicum bobus epithetô, de quibus Horat. Epod. Od. 2. v. 11. Aut in reducta valle mugientium Prospectat errantes boves. Et Homer. Il. v. v. 497. βοῶν ὑπὸ ποσσ᾿ ἐριμύκων. Nempe litera haec omnium optime boum… … Hofmann J. Lexicon universale
ερίμυκος — ἐρίμυκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek